Εδώ φυσικά δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση τη χειρουργική επέμβαση ως προϋπόθεση. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να συνοδεύεται από μέτρα κοινωνικής προστασίας του ατόμου. Δηλαδή, η ατομική απόφαση πρέπει να στηρίζεται σε μια διακριτική, τεκμηριωμένη επιστημονικά και κοινωνικά θεσμοθετημένη γνωμοδότηση, ώστε να βοηθηθεί το άτομο ουσιαστικά να επιλύσει αυτήν την ασυμβατότητα, έχοντας την ολόπλευρη στήριξη του οικογενειακού, φιλικού και ευρύτερα του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Γιατί επιμένουμε τόσο πολύ στην επιστημονική και κοινωνική στήριξη; Για να μπορέσει να ασκηθεί το ατομικό δικαίωμα με ουσιαστικό και όχι τυπικό τρόπο, προϋποτίθενται ορισμένοι κοινωνικά καθορισμένοι παράγοντες. Για να είναι αποτέλεσμα ώριμης σκέψης και ουσιαστική η ατομική αλλαγή της ταυτότητας φύλου χρειάζεται να βασίζεται στη γνώση μια σειρά παραγόντων και συνεπειών από αυτή την επιλογή. Αυτή η γνώση μπορεί να μεταφερθεί μόνο μέσα από την επιστημονική, κοινωνική στήριξη του ατόμου. Δεν αρκεί σε καμία περίπτωση μόνο η υποκειμενική εμπειρία. Να γιατί χρειάζεται επιστημονική γνωμοδότηση. Για να ενημερωθεί και, κυρίως, για να υποστηριχτεί η όποια επιλογή του ατόμου.
Αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ιατρικοποίηση ή ψυχιατρικοποίηση, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, αλλά προϋπόθεση για την ουσιαστική ανάπτυξη της προσωπικότητας, βασιζόμενη στην ψυχοκοινωνική στήριξη του ατόμου. Ομως, το νομοσχέδιο το οποίο συζητάμε δεν προσεγγίζει καν τις ελάχιστες κοινωνικές προϋποθέσεις για να στηριχτεί το ατομικό δικαίωμα. Αντίθετα, τις αρνείται στο όνομα του ατομικού δικαιώματος. Σύμφωνα με την τοποθέτηση του υπουργού Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση κατεβάζει το ηλικιακό όριο στα 15 έτη, με την προϋπόθεση το 15 ετών ή το 16 ετών άτομο να καταθέσει στο δικαστήριο και επιστημονική γνωμάτευση από κρατικό φορέα.”
“Τελικά, γιατί η κυβέρνηση προωθεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο; Αυτό που έρχεται να υιοθετήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με τη βούλα του νόμου είναι ο πλήρης διαχωρισμός του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου . Πρόκειται για τις γνωστές θεωρίες, οι οποίες βασίζονται στην πλήρη απόσπαση των ανατομικών χαρακτηριστικών του φύλου , που προσδιορίζονται, βέβαια, αντικειμενικά από την αντίληψη που έχει το άτομο για το φύλο όπου ανήκει. Ομως, αυτή η αντίληψη διαμορφώνεται τελικά κάτω από πολύ συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες.
Στην πραγματικότητα, στην ατομική επιλογή επιδρά το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και την επηρεάζει. Από την επίδραση αυτή δεν εξαιρείται, φυσικά, ούτε ο εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο , στο οποίο αναφέρεται και το νομοσχέδιο. Από αυτό, όμως, μέχρι την άποψη ότι το φύλο είναι αποκλειστικά ένα καλούπι που προσδίδει η κοινωνία στο άτομο και, επομένως, είναι κάτι το ρευστό και το μεταβαλλόμενο, η απόσταση είναι τεράστια και αυτή η χυδαία διαστρέβλωση της αντικειμενικής, της κοινωνικής πραγματικότητας, αυτός ο ανορθολογισμός και ο ιδεαλισμός, δεν μπορούν να παρουσιάζονται ως προοδευτισμός.”
Την αντίθεσή της στις προβλέψεις του νομοσχεδίου, που αφορούν τα ανήλικα άτομα, εκφράζει η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος – Ενωση Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων (ΠΕΕ – ΕΝΩΨΥΠΕ). Η Εταιρεία εκφράζει την αντίθεσή της όσον αφορά «την επέκταση της δυνατότητας αλλαγής φύλουσε άτομα αυτής της ηλικίας (15 μέχρι την ενηλικίωση), ηλικία η οποία χαρακτηρίζεται από ρευστότητα της διαμορφούμενης ταυτότητας φύλου ». Επισημαίνει ακόμα πως δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα «για εφήβους που έχουν κάνει νομική “μετάβαση” και για τις συνέπειες μιας τέτοιας πρακτικής». Με βάση αυτά τα δεδομένα εκφράζει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της ότι «η εμπλοκή των εν λόγω νέων στη διαδικασία θα επιβαρύνει παρά θα βελτιώσει την ψυχική τους κατάσταση».
Αναπτύσσει τον προβληματισμό της, αξιοποιώντας τη σύγχρονη ιατρική βιβλιογραφία, επισημαίνοντας ότι «στα άτομα με δυσφορία φύλουπαρουσιάζεται υψηλότερη ψυχοπαθολογία σε σχέση με το γενικό πληθυσμό». Επίσης, παρατηρούνται υψηλά ποσοστά «κατάθλιψης και αυτοκτονικότητας, που δεν υποχωρεί με ιατρικές διαδικασίες αλλαγής φύλου , η δυσφορία παραμένει, παρά τυχόν επιτυχείς κοινωνικές μεταβάσεις».
Αναφέρεται, ακόμη, ότι στην πρόσφατη έκδοση των κατευθυντήριων οδηγιών πρακτικής επισημαίνεται «η πολύ μεγάλη πολυπλοκότητα της Διαταραχής Ταυτότητας /Δυσφορίας Φύλου στην παιδική και εφηβική ηλικία». Παράλληλα, η επιστολή υποστηρίζει «την ανάγκη αξιολόγησης πιθανών δυσμενών ψυχολογικών και κοινωνικών εκβάσεων στη ζωή του ατόμου (ψυχική υγεία, φίλοι, οικογένεια, επάγγελμα, κοινωνικός ρόλος)». Εκφράζονται επιφυλάξεις σε σχέση με την προϋπόθεση της γονικής συναίνεσης καθώς «είναι γνωστό ότι η επιμένουσα στην εφηβεία Δυσφορία Φύλου μπορεί να έχει τροφοδοτηθεί από γονεϊκή ανοχή ή και ενθάρρυνση. Επιπλέον, η γονεϊκή ψυχοπαθολογία αποτελεί ένα από τα σταθερά πλέον ευρήματα».
Ακόμα και σε επιστημονικές ενώσεις που θεωρούν ότι το νομοσχέδιο κινείται σε θετική κατεύθυνση, όπως η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, υπάρχουν προβληματισμοί, όπως οι εξής: «Εχει επιλεγεί από τον νομοθέτη η παράκαμψη της ιατρικής εκτίμησης του αιτήματος και του ιατρικού πιστοποιητικού… Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, όταν συνυπάρχει ενεργή ψυχοπαθολογία (π.χ. σχιζοφρένεια ή διπολική συναισθηματική διαταραχή), αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Το βάρος της εκτίμησης του αιτήματος επωμίζεται ο δικαστής». Και θέτει ως ερωτήματα για το πώς θα αποφασίσει ο δικαστής: «Στην βάση ενός υπομνήματος που θα συνοδεύει την αίτηση και θα περιέχει κοινωνικές και ιατρικές πληροφορίες; Στη βάση πραγματογνωμοσύνης που θα διατάξει;».
Στο μεταξύ, το νομοσχέδιο έχει προκαλέσει την αντίδραση της Εκκλησίας, η οποία το καταγγέλλει από αναχρονιστικές θέσεις.
Συγκεκριμένα, η Ιερά Σύνοδος ζήτησε την απόσυρση του εν λόγω νομοσχεδίου, μία μέρα μετά από το ψήφισμά της, με το οποίο αρνείται να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου με την κυβέρνηση για τη συνταγματική αναθεώρηση και τον προσδιορισμό των σχέσεων Εκκλησίας – κράτους. Οι ιεράρχες απευθύνουν «ύστατη έκκληση στο σύνολο του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος της ευθύνης και αποστολής του και να αποσύρει το νομοσχέδιο», υποστηρίζοντας ότι αυτό «προκαλεί το αίσθημα της κοινωνίας και τορπιλίζει τον ιερό θεσμό της οικογένειας» καθώς το φύλο είναι «ιερή παρακαταθήκη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν.
Για το ίδιο θέμα τοποθετήθηκε και η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Ορους, η οποία σε επιστολή προς τους υπουργούς Παιδείας και Δικαιοσύνης και όλους τους βουλευτές, διερωτάται αν είναι δυνατόν να «καταστρατηγείται απροκάλυπτα ο νόμος του Θεού». Ζητάει επίσης την απόσυρση του νομοσχεδίου ή τη δυνατότητα να αποφασίσει ο λαός μέσω δημοψηφίσματος, ενώ εγείρει ζήτημα και για το βιβλίο των Θρησκευτικών.
Απ’ την πλευρά του, το Μέγαρο Μαξίμου, που επιμένει στις αντιεπιστημονικές θέσεις του, υποστήριξε πως «οι απόψεις και θέσεις της Εκκλησίας που κατατίθενται στη δημόσια συζήτηση είναι απολύτως σεβαστές» και πως «η κυβέρνηση με παρρησία και πάντοτε μέσα από το διάλογο συνεχίζει να επιδιώκει τομές για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, καταγωγής, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού»