Δόθηκε χτες στη δημοσιότητα το πλήρες κείμενο της συμφωνίας για το ονοματολογικό

Συμφωνία Τσίπρα Ζάεφ

Ανοίγει νέους δρόμους σε ΝΑΤΟ – ΕΕ – μονοπωλιακούς ομίλους η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ για το ονοματολογικό

Τα σχέδια «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» για τα Δυτικά Βαλκάνια, κομμάτι των οποίων αποτελεί και η ένταξη της ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και ΕΕ, η ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας, στο πλαίσιο της ενταξιακής πορείας της ΠΓΔΜ στην ΕΕ, κυρίως στους τομείς των μεταφορών και των υποδομών, καθώς και η διατήρηση – μέσα σε αυτό το πλαίσιο – του σπέρματος των αλυτρωτισμών μεταξύ άλλων με την αναγνώριση «μακεδονικής» ιθαγένειας και γλώσσας και με την παραπομπή επίλυσης σειράς ανοιχτών ζητημάτων στο αόριστο μέλλον, αποτελούν τα βασικά στοιχεία της 20σέλιδης συμφωνίας των κυβερνήσεων Ελλάδας – ΠΓΔΜ για το ονοματολογικό της γείτονος, που δόθηκε χτες βράδυ στη δημοσιότητα.

Τα αμέσως επόμενα βήματα προβλέπουν ενημέρωση της Βουλής από τον πρωθυπουργό (ο προγραμματισμός είναι για την Παρασκευή) και συνάντηση των δύο πρωθυπουργών μέσα στο Σαββατοκύριακο στις Πρέσπες, όπου θα υπογραφεί επίσημα η συμφωνία από τους ΥΠΕΞ των δύο κρατών, παρουσία (σύμφωνα με πληροφορίες) εκπροσώπων του ΟΗΕ και της ύπατης εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ενωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, Φ. Μογκερίνι, καθώς και των ΗΠΑ.

Σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης της συμφωνίας, προβλέπεται ότι με την υπογραφή της, η ΠΓΔΜ «χωρίς καθυστέρηση, θα καταθέσει τη συμφωνία στο Κοινοβούλιο για κύρωση», στη συνέχεια θα ενημερώσει την ελληνική πλευρά για την κύρωση, η ΠΓΔΜ «εφόσον το αποφασίσει, θα διεξαγάγει δημοψήφισμα» και θα ξεκινήσει τη διαδικασία των συνταγματικών τροποποιήσεων που θα ολοκληρώσει έως το τέλος του 2018, ενώ «μόλις το δεύτερο μέρος γνωστοποιήσει την ολοκλήρωση των προαναφερόμενων συνταγματικών τροποποιήσεων και όλων των εσωτερικών νομικών διαδικασιών του προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η παρούσα Συμφωνία, το Πρώτο Μέρος θα κυρώσει χωρίς καθυστέρηση την παρούσα Συμφωνία».

Το ευρωατλαντικό «διά ταύτα»

Το «μεδούλι» της συμφωνίας περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, όπου προβλέπεται ότι η Ελλάδα θα στηρίξει την ένταξη της ΠΓΔΜ σε «διεθνείς οργανισμούς». Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «το πρώτο μέρος (σ.σ. Ελλάδα) συμφωνεί να μην αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ένταξη του δεύτερου μέρους (σ.σ. ΠΓΔΜ), υπό το όνομα και τις ορολογίες του άρθρου 1 της παρούσας συμφωνίας, σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς οργανισμούς και θεσμούς όπου το πρώτο μέρος είναι μέλος».

Στο κείμενο καταγράφεται πως «το δεύτερο μέρος θα επιδιώξει ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ υπό το όνομα και την ορολογία του άρθρου 1…», ενώ καταγράφεται αναλυτικά και το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας. Οπως λέγεται, «με τη λήψη της γνωστοποίησης της κύρωσης της παρούσας συμφωνίας από το Κοινοβούλιο του δεύτερου μέρους, το πρώτο μέρος χωρίς καθυστέρηση: i) Θα γνωστοποιήσει στον πρόεδρο του Συμβουλίου της ΕΕ ότι υποστηρίζει την έναρξη των ενταξιακών στην ΕΕ διαπραγματεύσεων του δεύτερου μέρους (…) ii) Θα γνωστοποιήσει στο γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ ότι υποστηρίζει να απευθυνθεί από το ΝΑΤΟ προς το δεύτερο μέρος πρόσκληση ένταξης», υπό την αίρεση των συνταγματικών αλλαγών στη γείτονα.

Βασικά σημεία της συμφωνίας

Πέρα από την αλλαγή του ονόματος της γείτονος σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας», που θα ισχύει «erga omnes», το άρθρο 1 της συμφωνίας ορίζει ότι η ιθαγένεια του δεύτερου μέρους θα είναι «Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» και έτσι θα εγγράφεται σε όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφα, ενώ η επίσημη γλώσσα θα είναι η «Μακεδονική Γλώσσα».

Στη συνέχεια, γίνεται προσπάθεια να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις από την αναγνώριση «μακεδονικής» ιθαγένειας και γλώσσας, με διαχωρισμό από την αρχαία ιστορία της Μακεδονίας. Ετσι, με το άρθρο 7 της συμφωνίας προβλέπεται πως «τα μέρη αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους Μακεδονία και Μακεδόνας αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά» καθώς και ότι «το δεύτερο μέρος σημειώνει ότι η επίσημη γλώσσα του η Μακεδονική γλώσσα ανήκει στην ομάδα των Νότιων σλαβικών γλωσσών, η γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά του δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της Βόρειας περιοχής του πρώτου μέρους».

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η συζήτηση μιας σειράς ζητημάτων που άπτονται των αλυτρωτισμών παραπέμπεται σε μεταγενέστερο στάδιο. Π.χ. στο άρθρο 8 σημειώνεται ότι «εντός ενός μηνός από τη θέση σε ισχύ της παρούσης Συμφωνίας, τα μέρη θα συγκροτήσουν (…) μία Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων σε ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα, για να εξετάσει την αντικειμενική, επιστημονική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων (…) Θα εξετάσει και, εφόσον θεωρήσει κατάλληλο, θα αναθεωρήσει οιαδήποτε σχολικά εγχειρίδια και βοηθητικό σχολικό υλικό, όπως χάρτες, ιστορικούς άτλαντες, οδηγούς διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται σε έκαστο από τα μέρη» κ.ά.

Κατά τα λοιπά, στα άρθρα 3 και 4 καταγράφονται εκατέρωθεν εγγυήσεις για το σεβασμό της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και των υφιστάμενων συνόρων.

«Διασύνδεση» σε Ενέργεια και Μεταφορές

Την «τιμητική» τους στη συμφωνία έχουν και τα επιχειρηματικά σχέδια και ιδιαίτερα τα ευρωατλαντικά για τη «διασυνδεσιμότητα» της περιοχής, που η αστική τάξη της Ελλάδας βλέπει επίσης ως «πεδίον δόξης λαμπρόν» για τα συμφέροντά της.

Χαρακτηριστικά είναι όσα καταγράφονται στο άρθρο 14: «Τα Συμβαλλόμενα Μέρη δεσμεύονται να αναπτύξουν περαιτέρω την οικονομική συνεργασία τους σε όλους τους τομείς», ιδιαίτερα στους τομείς της γεωργίας, της Ενέργειας, του περιβάλλοντος, της βιομηχανίας, των υποδομών, των επενδύσεων, του τουρισμού, του εμπορίου και των μεταφορών.

Δεσμεύονται επίσης «να προσδώσουν ιδιαίτερη έμφαση στη συνεργασία μεταξύ εκατέρωθεν εταιρειών, επιχειρήσεων και βιομηχανιών», παίρνοντας μέτρα και για την άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων.

Ξεχωριστές αναφορές υπάρχουν στα σχέδια για την ενεργειακή και μεταφορική «διασύνδεση» μεταξύ των δύο χωρών με βάση τα αντίστοιχα σχέδια ΗΠΑ – ΕΕ. Οπως λέγεται, «τα δύο μέρη θα αναπτύξουν και θα ενισχύσουν τη συνεργασία τους όσον αφορά στην Ενέργεια, ιδίως διά της κατασκευής, συντήρησης και χρήσης διασυνδεόμενων αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου (υφιστάμενων, υπό κατασκευή και σχεδιαζόμενων) και όσον αφορά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, περιλαμβανομένων των φωτοβολταϊκών, της αιολικής και της υδροηλεκτρικής ενέργειας. Πιθανά εκκρεμή ζητήματα θα αντιμετωπισθούν χωρίς καθυστέρηση, με τη σύναψη αμοιβαίως επωφελών διακανονισμών λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν την Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Πολιτική και το ευρωπαϊκό κεκτημένο (…)

Τα μέρη θα προωθούν, θα επεκτείνουν και θα βελτιώνουν συνέργειες στους τομείς των υποδομών και των μεταφορών, καθώς και, στη βάση της αμοιβαιότητας, στους τομείς των οδικών, σιδηροδρομικών, θαλάσσιων, αεροπορικών και επικοινωνιακών διασυνδέσεων, αξιοποιώντας τις καλύτερες διαθέσιμες τεχνολογίες και πρακτικές. Θα διευκολύνουν, επίσης, τη μεταξύ τους διαμετακόμιση αγαθών, φορτίων και προϊόντων μέσω των υποδομών, περιλαμβανομένων των λιμένων και των αερολιμένων στο έδαφος καθενός εκ των μερών».

Σε ό,τι αφορά, τέλος, τις εμπορικές ονομασίες και τα εμπορικά σήματα, «τα δύο μέρη ενθαρρύνουν τις επιχειρηματικές τους κοινότητες να θεσμοθετήσουν έναν ειλικρινή και με καλή πίστη διάλογο για να βρουν αμοιβαίως αποδεκτές λύσεις»…