Αντίστροφα μετράει ο χρόνος για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ονομασία της ΠΓΔΜ. Το χρονικό ορόσημο, που ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας είχε θέσει, η 25η Ιούνη, οπότε και η ΕΕ θα αποφασίσει για την έναρξη ή όχι της ενταξιακής διαδικασίας για βαλκανικά κράτη, πλησιάζει, όπως και η 11η Ιούλη, οπότε και πραγματοποιείται η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ. Η «κλεψύδρα» για την οποία είχε μιλήσει ο πρωθυπουργός αδειάζει.
Και μπορεί το Μέγαρο Μαξίμου να διατείνεται ότι «προϋπόθεση για (…) την ένταξη της ΠΓΔΜ σε ΝΑΤΟ και ΕΕ είναι η συμφωνία για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό, με ισχύ έναντι όλων…», δεν λέει όμως ότι η ένταξη αυτή είναι άμεσα απαιτητή από ΕΕ και ΝΑΤΟ, που επείγονται να «σπρώξουν» τα «σχέδια ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης» της περιοχής, αποκτώντας προβάδισμα στον ανταγωνισμό τους με τη Ρωσία, περιορίζοντας την επιρροή που έχει στα Βαλκάνια.
Αυτόν το σχεδιασμό αποδέχεται και υπηρετεί με αξιοσημείωτη αφοσίωση η ελληνική κυβέρνηση, αφού «κουμπώνει» με τα ζητούμενα της εγχώριας αστικής τάξης για την οποία η υλοποίησή του μεταφράζεται σε κέρδη και αναβάθμιση της θέσης της.
Είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι η επιδιωκόμενη συμφωνία για την ονομασία της ΠΓΔΜ θα είναι ευρωενωσιακής και ΝΑΤΟικής κοπής. Κομμάτι ενός ευρύτερου γεωπολιτικού παζλ, στο οποίο αποτυπώνεται ο σφοδρός ανταγωνισμός αντιτιθέμενων ιμπεριαλιστικών σχεδίων στη Βαλκανική και ευρύτερα, που θα ανοίξει το δρόμο για ισχυροποίηση και επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Ο δικός τους σχεδιασμός είναι που καθορίζει το «σφιχτό» χρονοδιάγραμμα αλλά και το περιεχόμενο της όποιας συμφωνίας υπάρξει, όπως επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά και η παραδοχή Ζάεφ προχτές ότι με μια απλή απόφαση του κοινοβουλίου της ΠΓΔΜ η Ελλάδα θα δώσει το «πράσινο φως» για την ένταξη της γείτονος σε ΕΕ και ΝΑΤΟ, δίχως να περιμένει το δημοψήφισμα του φθινοπώρου για τις αναγκαίες συνταγματικές αλλαγές.
Ο λόγος που η ελληνική κυβέρνηση «κεντάει» επιδέξια στον «καμβά» της ΕΕ και του ΝΑΤΟ έχει να κάνει με τις βλέψεις της ελληνικής αστικής τάξης, που «κουμπώνουν» με την «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» της περιοχής. Καθόλου τυχαία, ο Αλ. Τσίπρας συμπεριέλαβε την εργώδη προσπάθεια της κυβέρνησής του για επίλυση του Σκοπιανού στην αναφορά του ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒ τις προάλλες, υποσχόμενος στους βιομήχανους πρωταγωνιστική θέση στα Βαλκάνια, με «ευρύτερες ευεργετικές συνέπειες, όχι μόνο στη γεωπολιτική σκακιέρα, αλλά και στον τομέα της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας».
Από θέση υπεράσπισης αυτών των συμφερόντων, το Μέγαρο Μαξίμου «κουνάει το δάχτυλο» στα άλλα κόμματα της αστικής διαχείρισης, που διατυπώνουν για διάφορους λόγους ενστάσεις, υπενθυμίζοντάς τους ότι η στήριξη της συμφωνίας απορρέει από τη στρατηγική τους σύμπλευση στους στόχους του κεφαλαίου και στο ευρωΝΑΤΟικό πλαίσιο.
Ο ελληνικός λαός οφείλει να γνωρίζει ότι, σε τελική ανάλυση, συμφωνία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ μπορεί να φέρει, δεν θα φέρει όμως λύση από τη σκοπιά των συμφερόντων του αλλά και των λαών των Βαλκανίων. Μια ευρωΝΑΤΟικής κοπής συμφωνία και με «ανοιχτά» ζητήματα αλυτρωτισμών όχι μόνο δεν διασφαλίζει τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή, αλλά βάζει την Ελλάδα ακόμα περισσότερο στο «μάτι του κυκλώνα» των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών που οξύνονται. Αυτόν το σχεδιασμό οφείλει να τον αντιπαλέψει κάθε λαός στη χώρα του, σε αντιπαράθεση με τα σχέδια του κεφαλαίου, ενάντια σε ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και στην εμπλοκή σ’ αυτόν.
Αναδημοσίευση της στήλης “Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ” του σημερινού “Ρ”